βαζγεστίζω | δεν αντέχω άλλο |
βερέμ’ς | χτυκιάρης |
βερεσέ | ~με πίστωση |
βιρανές | παρατημένο χωράφι |
βουρ | εμπρός όρμα |
Βαγιώ -τω Βαγιώ | Κυριακή των Βαΐων |
βάζω λόγια | λέω ψέμματα, διαβάλλω |
δε βαστώ άλλο | δεν αντέχω άλλο |
βίτσα | βέργα |
β’τσα | χτύπημα με βέργα |
βολά | φορά |
βολετό | δυνατόν, μπορετό |
β’νιά | περιττώματα βοδιού |
βρισκούμενο | ότι υπάρχει |
β’ζανιάρ’κο | αυτό που θηλάζει ακόμα |
βωλόσυρος | ειδικά φτιαγμένη σανίδα για σπάσιμο των βόλων στο οργωμένο χωράφι |
βίνα | πέτρα |
βγάσιμο -βγάσ’μο | εξάρθρωση, εξαγωγή, ξερίζωμα |
βίγλα | ύψωμα, σκοπιά |
βιγλίζω | παρατηρώ |
βαθρακιάζω | φουσκώνω σαν βάτραχος από μεγάλη ποσότητα νερού |
βολή | βόλεμα, άνεση, ευκολία |
βορνός | βόρειος |
βρακάς | αυτός που φοράει την παραδοσιακή βράκα |
βιδιάζει | σταματάει η βροχή (κακοκαιρία) |
βαρταλαμίδ’ | κρυφό μέρος |
βερσελάμ παγ’σα πέρα | τελείωσε, να λείψουν οι αντιρρήσεις |
βόνταινα | μεγάλο πεπόνι σε σχήμα ωοειδές |